Greek Meaning of off-limits

απαγορευμένη περιοχή

Other Greek words related to απαγορευμένη περιοχή

Definitions and Meaning of off-limits in English

Wordnet

off-limits (s)

barred to a designated group

FAQs About the word off-limits

απαγορευμένη περιοχή

barred to a designated group

Κλειστό,αποκλειστικός,περιορισμένος,ιδιωτικό,περιορισμένος,απρόσιτος,μη διαθέσιμο

ανοιχτό,Δημόσιος,απεριόριστος,Προσβάσιμο,Διαθέσιμο,συλλογικός,κοινός,κοινοτικός,δωρεάν,δωρεάν για όλους

off-licence => Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών, offlet => δεν υπάρχει τίποτα, off-key => εκτός τόνου, offish => απόμακρος, offing => μακριά,