Greek Meaning of off-licence
Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
Other Greek words related to Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of off-licence
- off-limits => απαγορευμένη περιοχή
- off-line => Εκτός σύνδεσης
- off-line equipment => Μη συνδεδεμένος εξοπλισμός
- off-line operation => Λειτουργία εκτός σύνδεσης
- offload => εκφορτώνω
- offprint => Ανάτυπο
- off-putting => αποκρουστικός
- off-roader => όχημα παντός εδάφους
- offsaddle => απομακρύνω από τη σέλα
- offscouring => σκουπίδια
Definitions and Meaning of off-licence in English
off-licence (n)
a store that sells alcoholic beverages for consumption elsewhere
FAQs About the word off-licence
Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών
a store that sells alcoholic beverages for consumption elsewhere
No synonyms found.
No antonyms found.
offlet => δεν υπάρχει τίποτα, off-key => εκτός τόνου, offish => απόμακρος, offing => μακριά, officiousness => ετοιμότητα,