Greek Meaning of offload

εκφορτώνω

Other Greek words related to εκφορτώνω

Definitions and Meaning of offload in English

Wordnet

offload (v)

transfer to a peripheral device, of computer data

remove the load from (a container or vehicle)

FAQs About the word offload

εκφορτώνω

transfer to a peripheral device, of computer data, remove the load from (a container or vehicle)

εκφόρτωση,εκφόρτιση,εκκενώνω,ελαφρύνω,αποπακετάρω,σαφής,ανακουφίζω,Απαλλάσσω,άδειος,δωρεάν

Φόρτωμα,Πακέτο,χρέωση,στοιβάζω,συμπληρώνω,στοίβα,πράγματα,μαρμελάδα,Γεμάτο

off-line operation => Λειτουργία εκτός σύνδεσης, off-line equipment => Μη συνδεδεμένος εξοπλισμός, off-line => Εκτός σύνδεσης, off-limits => απαγορευμένη περιοχή, off-licence => Άδεια πώλησης οινοπνευματωδών ποτών,