Greek Meaning of stuff
πράγματα
Other Greek words related to πράγματα
- ικανότητα
- ικανότητα
- εξειδίκευση
- αγαθά
- προσόν
- ταλέντο
- ικανότητα
- χωρητικότητα
- ικανότητα
- διαπιστευτήρια
- εγκατάσταση
- Δώρο
- ικανότητα
- εντολή
- αρμοδιότητα
- προίκισμα
- Σχολή
- Φυσική κατάσταση
- ταλέντο
- φρούριο
- διάνοια
- Γνωστική ικανότητα
- κοστούμι
- υλικά
- Μαεστρία
- κυριαρχία
- επάγγελμα
- δυνατότητα
- επάρκεια
- ειδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- Δύναμη
- καταλληλότητα
Nearest Words of stuff
- stuff and nonsense => Ανοησίες
- stuff shot => Πυροβολημένα πράγματα
- stuffed => Γεμιστό
- stuffed cabbage => Γεμιστά λάχανα
- stuffed derma => Γεμιστό δέρμα
- stuffed egg => Γεμιστά αυγά
- stuffed grape leaves => Γεμιστά αμπελόφυλλα
- stuffed mushroom => Γεμιστά μανιτάρια
- stuffed peppers => Γεμιστά
- stuffed shirt => Αριστοκράτης
Definitions and Meaning of stuff in English
stuff (n)
the tangible substance that goes into the makeup of a physical object
miscellaneous unspecified objects
informal terms for personal possessions
senseless talk
unspecified qualities required to do or be something
information in some unspecified form
a critically important or characteristic component
stuff (v)
cram into a cavity
press or force
obstruct
overeat or eat immodestly; make a pig of oneself
treat with grease, fill, and prepare for mounting
fill tightly with a material
fill with a stuffing while cooking
FAQs About the word stuff
πράγματα
the tangible substance that goes into the makeup of a physical object, miscellaneous unspecified objects, informal terms for personal possessions, senseless tal
ικανότητα,ικανότητα,εξειδίκευση,αγαθά,προσόν,ταλέντο,ικανότητα,χωρητικότητα,ικανότητα,διαπιστευτήρια
ακίνητα,ακίνητα
studying => σπουδάζει, study hall => Αίθουσα μελέτης, study => Μελέτη, studiousness => εργατικότητα, studiously => επιμελώς,