Greek Meaning of studying

σπουδάζει

Other Greek words related to σπουδάζει

Definitions and Meaning of studying in English

Wordnet

studying (n)

reading carefully with intent to remember

FAQs About the word studying

σπουδάζει

reading carefully with intent to remember

Ανάλυση,μάθηση,απομνημόνευση,Ανάγνωση (anágnōsi),ερευνητική,αποκόλληση (των οστών),συμπεραίνοντας,αναθεώρηση,περνάω από,κατανόηση

λήθη,αγνοώντας,παραμελώ,απομάθηση,αγνοώντας,ξεχνώ,θέα,διερχόμενος,υποτιμητικό,Λανθασμένη ανάμνηση

study hall => Αίθουσα μελέτης, study => Μελέτη, studiousness => εργατικότητα, studiously => επιμελώς, studious => μελετηρός,