Greek Meaning of overlooking
θέα
Other Greek words related to θέα
Nearest Words of overlooking
Definitions and Meaning of overlooking in English
overlooking (s)
used of a height or viewpoint
overlooking (p. pr. & vb. n.)
of Overlook
FAQs About the word overlooking
θέα
used of a height or viewpointof Overlook
Έξοδα,ανυψωμένο,Ανυψωτική,διατήρησε,Ανυψωμένος,άνω,ανασηκωμένος,ωροσκόπος,ανοδικός,αύξων
καταθλιπτικός,αφεδρος,κάτω,έπεσε,Πεσμένος,προσγειωμένος-η,Χαμηλός,χαμηλής υψομετρικής κλίμακας,μειωμένος,βυθισμένο
overlooker => Επόπτης, overlooked => παραβλεπόμενος, overlook => παραβλέπω, overlong => πολύ μεγάλος, overlogical => Υπερλογικός,