Greek Meaning of upper
άνω
Other Greek words related to άνω
- ψηλότερος
- κορυφαίος
- ανώτατος
- υψηλότερος
- υψηλότερος
- κυρίαρχος
- πρώτο
- κεφάλι
- μέγιστος
- μέγιστο
- κυρίαρχος
- διευθυντής
- Ανώτατος
- κορυφαίο
- ύψιστος
- Ακρότατο
- Το εξώτατο
- υψηλότερο
- αρχηγός
- ολοκληρωμένος
- κυρίαρχος
- Υψηλός
- εξέχον
- ο σημαντικότερος
- ενισχυμένο
- κορυφαία
- ανυψωμένος
- κορύφωσε
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- εξέχων
- ανυψωμένο
- επιβλητικός
- Ανυψωμένος
- ανασηκωμένος
- μεγιστοποιημένος
Nearest Words of upper
- upper avon => Άνω Έιβον
- upper avon river => Άνω Έιβον
- upper balcony => επάνω μπαλκόνι
- upper berth => Πάνω κρεβάτι
- upper bound => ανώτερο όριο
- upper cannon => άνω κανόνι
- upper carboniferous => Άνω ανθρακοφόρος
- upper carboniferous period => Άνω Ανθρακοφόρο
- upper class => Ανώτερη τάξη
- upper crust => ανώτερη τάξη
Definitions and Meaning of upper in English
upper (n)
the higher of two berths
piece of leather or synthetic material that forms the part of a shoe or boot above the sole that encases the foot
a central nervous system stimulant that increases energy and decreases appetite; used to treat narcolepsy and some forms of depression
upper (s)
the topmost one of two
higher in place or position
superior in rank or accomplishment
upper (comp.)
Being further up, literally or figuratively; higher in place, position, rank, dignity, or the like; superior; as, the upper lip; the upper side of a thing; the upper house of a legislature.
upper (n.)
The upper leather for a shoe; a vamp.
FAQs About the word upper
άνω
the higher of two berths, piece of leather or synthetic material that forms the part of a shoe or boot above the sole that encases the foot, a central nervous s
ψηλότερος,κορυφαίος,ανώτατος,υψηλότερος,υψηλότερος,κυρίαρχος,πρώτο,κεφάλι,μέγιστος,μέγιστο
Χαμηλότερος,κατώτερος,ο χαμηλότερος,κάτω,κάτω,χαμηλότερο,Χαμηλός,μειωμένος,nether,κατώτερος
uppent => υψώνω, up-over => πάνω από, upon one's guard => σε εγρήγορση, upon => επί, upokororo => -,