Greek Meaning of upmost

ύψιστος

Other Greek words related to ύψιστος

Definitions and Meaning of upmost in English

Wordnet

upmost (s)

at or nearest to the top

Webster

upmost (a.)

Highest; topmost; uppermost.

FAQs About the word upmost

ύψιστος

at or nearest to the topHighest; topmost; uppermost.

ψηλότερος,υψηλότερος,κορυφαίο,άνω,πρώτο,υψηλότερο,κορυφαίος,ανώτατος,αρχηγός,ολοκληρωμένος

Χαμηλότερος,κατώτερος,ο χαμηλότερος,κάτω,χαμηλότερο,Χαμηλός,μειωμένος,nether,κατώτερος,βυθός

upmarket => ποιοτικό, uplook => ανάβλεψη, upload => ανέβασμα, uplink => σύνδεση ανόδου, up-line => ανώτερο,