Greek Meaning of low-lying
χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
Other Greek words related to χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
- μικρός
- Χαμηλός
- κοντός
- μικρός
- συμπαγής
- νάνος
- επίπεδος
- Κομμένο
- ελαφρύ
- χαμηλοβλεπούσας
- μικρό
- μικρός
- μικροσκοπικός
- κοντόχοντρος
- νάνος
- μισή πίντα
- μίνι
- μινιατούρα
- ελαχιστοποιημένος
- μικροσκοπική
- μεγέθους πίντας
- σε μέγεθος πίντας
- τσέπη
- τσέπης
- Τσέπης
- αδύναμος
- πυγμαίος
- τριβή
- μικρός
- Καθίσματα
- Σκυφτός
- κοντόχοντρος
- κοντόχοντρος
- καχεκτικός
- μικροσκοπικός
- πολύ μικρό
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
- μικρός
Nearest Words of low-lying
- lowly => ταπεινός
- low-lived => ταπεινός
- lowliness => ταπεινότητα
- lowlily => Ταπεινά
- lowlihead => δειλία
- lowlife => απατεώνας
- low-level radioactive waste => Ραδιενεργά απόβλητα χαμηλής ραδιενέργειας
- low-level formatting => διαμόρφωση χαμηλού επιπέδου
- low-level => χαμηλού επιπέδου
- lowlands of scotland => Χαμηλώματα της Σκωτίας
Definitions and Meaning of low-lying in English
low-lying (s)
having a small elevation above the ground or horizon or sea level
lying below the normal level
FAQs About the word low-lying
χαμηλής υψομετρικής κλίμακας
having a small elevation above the ground or horizon or sea level, lying below the normal level
μικρός,Χαμηλός,κοντός,μικρός,συμπαγής,νάνος,επίπεδος,Κομμένο,ελαφρύ,χαμηλοβλεπούσας
Υψηλός,υψηλός,ανυψωμένος,υπέροχος,ψηλός,επιβλητικός,Ανυψωμένος,υψηλός,μεγάλος,ογκώδης
lowly => ταπεινός, low-lived => ταπεινός, lowliness => ταπεινότητα, lowlily => Ταπεινά, lowlihead => δειλία,