Greek Meaning of low-lying

χαμηλής υψομετρικής κλίμακας

Other Greek words related to χαμηλής υψομετρικής κλίμακας

Definitions and Meaning of low-lying in English

Wordnet

low-lying (s)

having a small elevation above the ground or horizon or sea level

lying below the normal level

FAQs About the word low-lying

χαμηλής υψομετρικής κλίμακας

having a small elevation above the ground or horizon or sea level, lying below the normal level

μικρός,Χαμηλός,κοντός,μικρός,συμπαγής,νάνος,επίπεδος,Κομμένο,ελαφρύ,χαμηλοβλεπούσας

Υψηλός,υψηλός,ανυψωμένος,υπέροχος,ψηλός,επιβλητικός,Ανυψωμένος,υψηλός,μεγάλος,ογκώδης

lowly => ταπεινός, low-lived => ταπεινός, lowliness => ταπεινότητα, lowlily => Ταπεινά, lowlihead => δειλία,