Greek Meaning of lown

λαούν

Other Greek words related to λαούν

Definitions and Meaning of lown in English

Webster

lown (n.)

A low fellow.

FAQs About the word lown

λαούν

A low fellow.

Ήρεμος,σιωπηλός,ειρηνικός,ήρεμος,ήσυχος,Γαλήνιος,ήρεμος,ισόρροπος,ήπιος,Ήρεμος

ταραγμένος,θυμωμένος,βαρύς,ανήσυχος,τραχύς,θυελλώδης,καταιγιστικός,ταραγμένη,ανήσυχος,ανήσυχος

low-mindedness => Μικροπρέπεια, low-minded => μικρόψυχος, low-lying => χαμηλής υψομετρικής κλίμακας, lowly => ταπεινός, low-lived => ταπεινός,