Greek Meaning of unsettled
ανήσυχος
Other Greek words related to ανήσυχος
- μεταβλητός
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- ασταθής
- Καπριτσιόζος
- μεταβλητός
- ασταθής
- ευμετάβλητος
- διακυμάνσεις
- ασυνεπής
- ασταθής
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- νευρικός
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ασταθής
- μεταβλητή
- προσαρμοστικός
- ασκόπως
- αμφίθυμος
- Αρκετός
- αποσπασματικός
- επικίνδυνος
- Ρευστό
- τυχαίος
- Διστακτικός
- τυχαίος
- ακανόνιστος
- φορητός
- Πρωτεϊκός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- τρεμάμενος
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- αναξιόπιστος
- στον αέρα
- Διστακτικός
- Ευέλικτος
- διστακτικός
- τρεμοπαίζων
Nearest Words of unsettled
Definitions and Meaning of unsettled in English
unsettled (a)
still in doubt
not settled or established
unsettled (s)
subject to change
not yet settled
FAQs About the word unsettled
ανήσυχος
still in doubt, not settled or established, subject to change, not yet settled
μεταβλητός,απρόβλεπτος,ασταθής,ασταθής,Καπριτσιόζος,μεταβλητός,ασταθής,ευμετάβλητος,διακυμάνσεις,ασυνεπής
βέβαιος,σταθερά,αμετάβλητος,προβλέψιμος,εγκαταστημένος,σταθερός,στάσιμος,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος
unsettle => αναστατώνω, unset => ακαθόριστος, unservile => μη δουλοπρεπής, unserviceable => Άχρηστο, unservice => εκτός λειτουργίας,