FAQs About the word unsettledness

αναστάτωση

The quality or state of being unsettled.

σπασμοί,επανάσταση,αναταραχή,αναταραχή,εξάρθρωση,διατάραξη,αναστάτωση,διαταραχή,αναστατωμένος

No antonyms found.

unsettled => ανήσυχος, unsettle => αναστατώνω, unset => ακαθόριστος, unservile => μη δουλοπρεπής, unserviceable => Άχρηστο,