Greek Meaning of convulsion
σπασμοί
Other Greek words related to σπασμοί
- Σεισμός
- επανάσταση
- αναταραχές
- αναταραχή
- κατακλυσμός
- έκρηξη
- εξέγερση
- ανταρσία
- παροξυσμός
- εξέγερση
- εξέγερση
- ανακατεύω
- καταιγίδα
- καταιγίδα
- χάος
- αναταραχή
- εξέγερση
- αναταραχή
- ανατροπή
- φασαρία
- πηνίο
- αναστάτωση
- κατάλληλο
- εκλάμψει
- οργή
- θόρυβος
- Εξέγερση
- εστία
- έκρηξη
- ανατροπή
- ανατρέπω
- Χάος
- τρεμάμενο
- ταλαντευόμενο
- φυγή
- Σειρά
- φασαρία
- κρίση
- Τρέμουλο
- Σπασμός
- μπόρα
- Υπονομευτική δραστηριότητα
- λίστα εργασιών
- Τρέμουλο
- αναστατωμένος
Nearest Words of convulsion
- convulse => σπασμωδία
- convoy pennant => Σημαία νηοπομπής
- convoy => κομβόι
- convolvulus sepium => κλεψύδρα δασική
- convolvulus scammonia => σκαμονία
- convolvulus arvensis => Σπάρτος των χωραφιών
- convolvulus => CONVOLVULUS
- convolvulaceae => Convolvulaceae
- convolve => διάκριση
- convolution of broca => Έλικα του Μπρόκα
Definitions and Meaning of convulsion in English
convulsion (n)
a sudden uncontrollable attack
violent uncontrollable contractions of muscles
a violent disturbance
a physical disturbance such as an earthquake or upheaval
FAQs About the word convulsion
σπασμοί
a sudden uncontrollable attack, violent uncontrollable contractions of muscles, a violent disturbance, a physical disturbance such as an earthquake or upheaval
Σεισμός,επανάσταση,αναταραχές,αναταραχή,κατακλυσμός,έκρηξη,εξέγερση,ανταρσία,παροξυσμός,εξέγερση
No antonyms found.
convulse => σπασμωδία, convoy pennant => Σημαία νηοπομπής, convoy => κομβόι, convolvulus sepium => κλεψύδρα δασική, convolvulus scammonia => σκαμονία,