Greek Meaning of coil
πηνίο
Other Greek words related to πηνίο
- θόρυβος
- αναστάτωση
- διαταραχή
- φασαρία
- Τυφώνας
- βιάσου
- θόρυβος
- ρακέτα
- Σειρά
- ανακατεύω
- καταιγίδα
- αναταραχή
- φασαρία
- θόρυβος
- φλυαρία
- φαμφαρωνιά
- Θόρυβος
- ενοχλώ
- φασαρία
- ακαταστασία
- κορρομπορί
- θόρυβος
- Μπόρα
- διασκέδαση
- οργή
- φουρόρε
- χαοτικά
- φασαρία
- ζήτω
- ντόρος
- ναργιλές
- θόρυβος
- θόρυβος και αναστάτωση
- Θόρυβος
- βιασύνη
- Αναστάτωση
- βασανίζω
- Χάος
- φασαρία
- βρυχηθμός
- φασαρία
- Καυγάς
- φασαρία
- φασαρία
- μπόρα
- Ραγού
- λίστα εργασιών
- χάος
- αναταραχή
- αναταραχή
- welter
- δίνη
- Ζωολογικός κήπος
- συναγερμός και εκδρομές
- βιασύνη
- εξερευνήστε
- καβγάς
- κακοφωνία
- θόρυβος
- διαταραχή
- δισταγμός
- κάνω
- έκρηξη
- Πυρετός
- εκλάμψει
- Τρεμόπαιγμα
- καβγάς
- ξεφτίζω
- τάστα
- ουρλιαχτό
- χέρλινγκ
- κλυδωνισμός
- αφρός
- μάχη σώμα με σώμα
- εστία
- έκρηξη
- Κραυγή
- πάλη
- Τίζι
- αναταραχές
- williwaw
- φασαρία
- μάχη
Nearest Words of coil
- coil spring => Ελικοειδές ελατήριο
- coiled => περιελισσόμενος
- coiling => περιτύλιγμα
- coin => νόμισμα
- coin bank => Γουρούνι-κουμπαράς
- coin blank => Κενό νόμισμα
- coin box => κουτί νομισμάτων
- coin collecting => Συλλογή νομισμάτων
- coin collection => συλλογή νομισμάτων
- coin collector => Νομισματοσυλλέκτης
Definitions and Meaning of coil in English
coil (n)
a structure consisting of something wound in a continuous series of loops
a round shape formed by a series of concentric circles (as formed by leaves or flower petals)
a transformer that supplies high voltage to spark plugs in a gasoline engine
a contraceptive device placed inside a woman's womb
tubing that is wound in a spiral
reactor consisting of a spiral of insulated wire that introduces inductance into a circuit
coil (v)
to wind or move in a spiral course
make without a potter's wheel
wind around something in coils or loops
FAQs About the word coil
πηνίο
a structure consisting of something wound in a continuous series of loops, a round shape formed by a series of concentric circles (as formed by leaves or flower
θόρυβος,αναστάτωση,διαταραχή,φασαρία,Τυφώνας,βιάσου,θόρυβος,ρακέτα,Σειρά,ανακατεύω
Ήρεμος,σιωπήστε,Ειρήνη,ήσυχος,ανάπαυση,ηρεμία,παραγγελία,ηρεμία,γαλήνη,ηρεμία
coigue => Κόιγκ, coigne => γωνία, coign => γωνιά, coiffure => χτένισμα, coiffeuse => κομμώτρια,