FAQs About the word coiffeur

κουρέας

a man hairdresserA hairdresser.

κουρέας,αισθητικός,κομμώτρια,αισθητικός,κομμωτής,Κομμωτής,Στυλίστας,Τριχολόγος,κουρέας

No antonyms found.

coiffe => κομμωτήριο, coif => σκούφια, cohune-nut oil => Λάδι από καρύδια cohune, cohune palm => Πάλμα κοχούν, cohune oil => Λάδι κοχούνε,