FAQs About the word hairdresser

κομμωτής

someone who cuts or beautifies hairOne who dresses or cuts hair; a barber.

κουρέας,Στυλίστας,Κομμωτής,αισθητικός,κουρέας,αισθητικός,κουρέας

No antonyms found.

hairdo => χτένισμα, haircut => κούρεμα, haircloth => τρίχινο ύφασμα, haircare => Φροντίδα μαλλιών, hairbrush => Βούρτσα μαλλιών,