Greek Meaning of coiffure
χτένισμα
Other Greek words related to χτένισμα
- κούρεμα
- χτένισμα
- χτένισμα
- αλογοουρά
- κυψέλη
- Πλεξούδα
- Κουλούρι
- Κοτσίδα
- σοδειά
- κόβω
- κάνω
- μοχάουκ
- περμανάντ
- μόνιμο
- Μεγάλα μαλλιά
- Μπομπ
- κούρεμα με τη μηχανή
- Χτένισμα προς τα πίσω
- κονκ
- Κούρεμα κοντό
- ουρά πάπιας
- ξεθωριάζω
- Γαλλική μπούκλα
- παρανυφάκι
- Πλεξούδα
- πλεξούδα
- Πομπαντούρ
- παγκ
- ουρά
- κατσαρίδα
- shag
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- κότσος
- άνοδος
Nearest Words of coiffure
Definitions and Meaning of coiffure in English
coiffure (n)
the arrangement of the hair (especially a woman's hair)
coiffure (v)
arrange attractively
FAQs About the word coiffure
χτένισμα
the arrangement of the hair (especially a woman's hair), arrange attractively
κούρεμα,χτένισμα,χτένισμα,αλογοουρά,κυψέλη,Πλεξούδα,Κουλούρι,Κοτσίδα,σοδειά,κόβω
No antonyms found.
coiffeuse => κομμώτρια, coiffeur => κουρέας, coiffe => κομμωτήριο, coif => σκούφια, cohune-nut oil => Λάδι από καρύδια cohune,