Greek Meaning of shag
shag
Other Greek words related to shag
- κυψέλη
- Μπομπ
- Πλεξούδα
- Κουλούρι
- Κούρεμα κοντό
- σοδειά
- ξεθωριάζω
- μοχάουκ
- πλεξούδα
- αλογοουρά
- παγκ
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- κούρεμα με τη μηχανή
- Κοτσίδα
- κονκ
- κούρεμα
- χτένισμα
- χτένισμα
- παρανυφάκι
- περμανάντ
- μόνιμο
- Πλεξούδα
- Πομπαντούρ
- ουρά
- κατσαρίδα
- Μεγάλα μαλλιά
- Γαλλική μπούκλα
- κότσος
- άνοδος
- χτένισμα
- κόβω
- κάνω
- Χτένισμα προς τα πίσω
- ουρά πάπιας
Nearest Words of shag
Definitions and Meaning of shag in English
shag (n)
a strong coarse tobacco that has been shredded
a matted tangle of hair or fiber
a fabric with long coarse nap
slang for sexual intercourse
a lively dance step consisting of hopping on each foot in turn
shag (v)
dance the shag
shag (n.)
Coarse hair or nap; rough, woolly hair.
A kind of cloth having a long, coarse nap.
A kind of prepared tobacco cut fine.
Any species of cormorant.
shag (a.)
Hairy; shaggy.
shag (v. t.)
To make hairy or shaggy; hence, to make rough.
FAQs About the word shag
shag
a strong coarse tobacco that has been shredded, a matted tangle of hair or fiber, a fabric with long coarse nap, slang for sexual intercourse, a lively dance st
κυψέλη,Μπομπ,Πλεξούδα,Κουλούρι,Κούρεμα κοντό,σοδειά,ξεθωριάζω,μοχάουκ,πλεξούδα,αλογοουρά
αργός περίπατος,σέρνομαι,μπουσουλώ,σύρετε,καθυστερώ,τριγυρνάω,τσιμπάω,περιπατώ,Ανάμειξη,περίπατος
shaftment => Shaftment, shafting => άξονας, shafted => εξαπατημένος, shaft of light => δέσμη φωτός, shaft louse => Λυκοφθείρα,