Greek Meaning of kerfuffle

Αναστάτωση

Other Greek words related to Αναστάτωση

Definitions and Meaning of kerfuffle in English

Wordnet

kerfuffle (n)

a disorderly outburst or tumult

FAQs About the word kerfuffle

Αναστάτωση

a disorderly outburst or tumult

αναστάτωση,διαταραχή,φασαρία,βιάσου,ανακατεύω,αναταραχή,φασαρία,θόρυβος,φλυαρία,φαμφαρωνιά

Ήρεμος,σιωπήστε,Ειρήνη,ήσυχος,ανάπαυση,ηρεμία,ηρεμία,παραγγελία,ηρεμία,γαλήνη

kerf => χαρακιά, kerensky => Κερένσκι, kerchieft => μαντηλοφορεμένος, kerchiefs => μαντίλια, kerchiefed => μαντιλοφορούσα,