Greek Meaning of unrest
αναταραχές
Other Greek words related to αναταραχές
- αναταραχή
- αναταραχή
- άγχος
- χάος
- αναστάτωση
- Σύγχυση
- ανησυχία
- διατάραξη
- Ανυπομονησία
- Ζύμωση
- ζύμωση
- αναταραχή
- ανησυχία
- τάση
- πρόβλημα
- αναταραχή
- ανησυχία
- ανησυχία
- αναταραχή
- αναρχία
- διαταραχή
- ανησυχία
- νευρικές κινήσεις
- θόρυβος
- διαταραχή
- ανακατεύω
- καταιγίδα
- θύελλα και ορμή
- χάος
- ταραχή
- ανησυχία
- αναταραχή
- αναταραχή
Nearest Words of unrest
Definitions and Meaning of unrest in English
unrest (n)
a state of agitation or turbulent change or development
a feeling of restless agitation
unrest (n.)
Want of rest or repose; unquietness; sleeplessness; uneasiness; disquietude.
FAQs About the word unrest
αναταραχές
a state of agitation or turbulent change or development, a feeling of restless agitationWant of rest or repose; unquietness; sleeplessness; uneasiness; disquiet
αναταραχή,αναταραχή,άγχος,χάος,αναστάτωση,Σύγχυση,ανησυχία,διατάραξη,Ανυπομονησία,Ζύμωση
Ήρεμος,ευκολία,Ειρήνη,ήσυχος,γαλήνη,ηρεμία,παραγγελία,γαλήνη,τάξη
unresponsiveness => Ανεπάρκεια, unresponsive => αναίσθητος, unresponsible => ανεύθυνος, unrespectable => αγενής, unrespectability => έλλειψη σεβασμού,