Greek Meaning of turbulence
αναταραχή
Other Greek words related to αναταραχή
- αναστάτωση
- Σύγχυση
- διαταραχή
- Ανυπομονησία
- ανακατεύω
- διαμάχη
- πρόβλημα
- αναταραχή
- αναταραχή
- αναταραχή
- άγχος
- χάος
- ακαταστασία
- διατάραξη
- καταστροφή
- θόρυβος
- ταραχή
- σοκ
- καταιγίδα
- τάση
- Τρόμος
- απειλή
- χάος
- ταραχή
- ανησυχία
- αναταραχές
- αναταραχή
- αναταραχή
- αναρχία
- διαταραχή
- αταξία
- αποδιοργάνωση
- ανησυχία
- ανησυχία
- Ζύμωση
- ζύμωση
- Μανία
- θυμός
- ανησυχία
- ακατάστατο
- βασανίζω
- επίθεση
- εστία
- Εξοργισμός
- παροξυσμός
- διαταραχή
- Ναυτία
- οργή
- Μάστιγα
- αναταραχή
- ανησυχία
- εξέγερση
- ρήξη
- θύελλα και ορμή
- ανησυχία
- ανησυχία
Nearest Words of turbulence
Definitions and Meaning of turbulence in English
turbulence (n)
unstable flow of a liquid or gas
instability in the atmosphere
a state of violent disturbance and disorder (as in politics or social conditions generally)
turbulence (n.)
The quality or state of being turbulent; a disturbed state; tumult; disorder; agitation.
FAQs About the word turbulence
αναταραχή
unstable flow of a liquid or gas, instability in the atmosphere, a state of violent disturbance and disorder (as in politics or social conditions generally)The
αναστάτωση,Σύγχυση,διαταραχή,Ανυπομονησία,ανακατεύω,διαμάχη,πρόβλημα,αναταραχή,αναταραχή,αναταραχή
Ήρεμος,ευκολία,Ειρήνη,ήσυχος,γαλήνη,ηρεμία,παραγγελία,γαλήνη,τάξη
turbot => Τυρβό, turbo-propeller plane => Τουρμποπροπέλα, turboprop => Τουρμποπρόπ, turbojet engine => Τουρμποτζετ, turbojet => Τουρμποτζέτ,