Greek Meaning of turboprop

Τουρμποπρόπ

Other Greek words related to Τουρμποπρόπ

Definitions and Meaning of turboprop in English

Wordnet

turboprop (n)

an airplane with an external propeller that is driven by a turbojet engine

FAQs About the word turboprop

Τουρμποπρόπ

an airplane with an external propeller that is driven by a turbojet engine

αεροπλάνο,Ατράκτιος,Φορτηγό πλοίο,τζετ,Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο,Υπερηχητικός,Δεξαμενόπλοιο,Τρικινητήριο,Τουρμποτζέτ,Αεροδυναμικό

No antonyms found.

turbojet engine => Τουρμποτζετ, turbojet => Τουρμποτζέτ, turbogenerator => Τουρμπογεννήτρια, turbofan engine => Τουρμποφάν κινητήρας, turbofan => Τουρμποφάν,