Greek Meaning of jetliner

Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο

Other Greek words related to Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο

Definitions and Meaning of jetliner in English

Wordnet

jetliner (n)

a large jet plane that carries passengers

FAQs About the word jetliner

Αεριωθούμενο επιβατικό αεροπλάνο

a large jet plane that carries passengers

αεροπλάνο,Επιβατηγό αεροπλάνο,Φορτηγό πλοίο,τζετ,Υπερηχητικός,Δεξαμενόπλοιο,Τουρμποτζέτ,Τουρμποπρόπ,Διαστημικό λεωφορείο,Ατράκτιος

No antonyms found.

jeth => Τζεθ (Tzeth), jeterus => Ίκτερος, jet stream => αεροχείμαρρος, jet set => τζετ σετ, jet propulsion => Ωθούμενος αεριωθούμενου κινητήρα,