Greek Meaning of jet set

τζετ σετ

Other Greek words related to τζετ σετ

Definitions and Meaning of jet set in English

Wordnet

jet set (n)

a set of rich and fashionable people who travel widely for pleasure

FAQs About the word jet set

τζετ σετ

a set of rich and fashionable people who travel widely for pleasure

Όμορφοι άνθρωποι,κοινωνία της καφετέριας,τετρακόσια,υψηλή κοινωνία,Φινάτσες,Ανώτερη τάξη,400,α-λίστα,υψηλή κοινωνία,Εμπόριο μεταφορών

το πλήθος,(οι) μάζες,οι άνθρωποι,ο λαός,κοινό,Μεσαία τάξη,αγροτιά,προλετάριοι,Προλεταριάτο,Βαθμός και αρχείο

jet propulsion => Ωθούμενος αεριωθούμενου κινητήρα, jet plane => Αεριωθούμενο αεροπλάνο, jet engine => αεριωθούμενος κινητήρας, jet d'eau => Κρήνη, jet bridge => Αερογέφυρα,