Greek Meaning of peonage
δουλοπαροικία
Other Greek words related to δουλοπαροικία
Nearest Words of peonage
- peonies => παιώνιες
- peonism => δουλοπαροικία
- peony => Παιώνια
- peony family => Παιωνιοειδή
- people => άνθρωποι
- people against gangsterism and drugs => Άνθρωποι κατά του γκανγκστερισμού και των ναρκωτικών
- people in power => Οι άνθρωποι στην εξουσία
- peopled => κατοικημένος
- peopleless => ακατοίκητος
- peopler => άνθρωποι
Definitions and Meaning of peonage in English
peonage (n)
the condition of a peon
the practice of making a debtor work for his creditor until the debt is discharged
peonage (n.)
The condition of a peon.
FAQs About the word peonage
δουλοπαροικία
the condition of a peon, the practice of making a debtor work for his creditor until the debt is dischargedThe condition of a peon.
δουλεία,δουλεία,δουλοπαροικία,δουλεία,δουλεία,δουλεία,ζυγός,δουλοπρέπεια,υποταγή,υποδούλωση
ελευθέρωση,ελευθερία,απελευθέρωση,ελευθερία,Αυτονομία,χειραφέτηση,ανεξαρτησία,απαλλαγή,Κυριαρχία,Αυτοδιοίκηση
peon => πιόνι, penwomen => συγγραφείς, penwoman => Καλλιγράφος, penwiper => στυπόχαρτο, penutian => Πενουτιανές γλώσσες,