FAQs About the word enslavement

δουλεία

the state of being a slave, the act of making slaves of your captivesThe act of reducing to slavery; state of being enslaved; bondage; servitude.

δουλεία,δουλεία,δουλοπρέπεια,δουλεία,δουλεία,ζυγός,αιχμαλωσία,εξάρτηση,εξάρτηση,φυλάκιση

ελευθερία,απελευθέρωση,ελευθερία,ελευθέρωση,χειραφέτηση,ανεξαρτησία,απαλλαγή,Αυτονομία,Κυριαρχία

enslavedness => δουλεία, enslaved => Δούλος, ensky => insky, ensiling => Ενσίρωση, ensiled => ενσίρωμα,