Greek Meaning of enslaving
υποδουλωτικός
Other Greek words related to υποδουλωτικός
- εξολοθρευτικός
- ξύλο
- κατάκτηση
- συντριπτικός
- ηττώμενος
- κυρίαρχος
- υπερνίκηση
- μειώνοντας
- δρομολόγηση
- φανταστικός
- υποτακτικός
- ξυλοδαρμός
- ξύλο
- νικητής
- μαστίγωμα
- συντριπτικός
- χορτοκοπή (κάτω)
- κυρίαρχος
- δαμάζοντας
- υποβάλλοντας
- υποτάσσοντας
- θριαμβεύοντας (σε)
- Αποκαθήλωση
- συντριπτικός
- κατευναστικός
- καταπιεστικός
- σιωπηρή
- εκκωφαντικός
- Βρόμα σκύλακα
- κατασταλτικός
- σπάσιμο
- ακύρωση
- καταστολή
- ασφυκτικός
- (καταπνίγω)
- καταστολή (σε)
- Κατεβάζω
- σβήσιμο
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
Nearest Words of enslaving
Definitions and Meaning of enslaving in English
enslaving (p. pr. & vb. n.)
of Enslave
FAQs About the word enslaving
υποδουλωτικός
of Enslave
εξολοθρευτικός,ξύλο,κατάκτηση,συντριπτικός,ηττώμενος,κυρίαρχος,υπερνίκηση,μειώνοντας,δρομολόγηση,φανταστικός
εκφόρτωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,αναπήδησης,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση
enslavement => δουλεία, enslavedness => δουλεία, enslaved => Δούλος, ensky => insky, ensiling => Ενσίρωση,