Greek Meaning of subordinating
υποτακτικός
Other Greek words related to υποτακτικός
- κατάκτηση
- ηττώμενος
- κυρίαρχος
- δαμάζοντας
- υποβάλλοντας
- συντριπτικός
- υποδουλωτικός
- υπερνίκηση
- συντριπτικός
- κατευναστικός
- μειώνοντας
- υποτάσσοντας
- νικητής
- εξολοθρευτικός
- ξύλο
- (καταπνίγω)
- συντριπτικός
- καταστολή (σε)
- Αποκαθήλωση
- χορτοκοπή (κάτω)
- κυρίαρχος
- ακύρωση
- καταστολή
- καταπιεστικός
- δρομολόγηση
- σιωπηρή
- φανταστικός
- ασφυκτικός
- σύνθλιψη
- καταπιεστικός
- κατασταλτικός
- ξυλοδαρμός
- θριαμβεύοντας (σε)
- ξύλο
- εκκωφαντικός
- μαστίγωμα
Nearest Words of subordinating
- subordinateness => υποταγή
- subordinate word => δευτερεύον λεκτικό
- subordinate conjunction => Υποτακτικός σύνδεσμος
- subordinate clause => δευτερεύουσα πρόταση
- subordinate => υφιστάμενος
- suborder zygoptera => Υποτάξη Ζυγοπτέρα
- suborder xenarthra => Υποτάξη Σηνορθοειδή
- suborder tyranni => Υποτάξη τυραννί
- suborder thyreophora => υποτάξη θυρεοφόρα
- suborder theropoda => υποτάξη θηριόποδα
- subordinating conjunction => Υποτακτικός σύνδεσμος
- subordination => υπαγωγή
- subordinative => υποτακτικός
- suborn => δωροδοκώ
- subornation => δωροδοκία
- subornation of perjury => υποκίνηση σε ψευδορκία
- suborner => δωροδοκώ
- subpart => τμήμα
- subphylum => υπο-κλάδος
- subphylum cephalochordata => Υποφυλή Χορδωτά Κεφαλοχορδωτά
Definitions and Meaning of subordinating in English
subordinating (a)
serving to connect a subordinate clause to a main clause
FAQs About the word subordinating
υποτακτικός
serving to connect a subordinate clause to a main clause
κατάκτηση,ηττώμενος,κυρίαρχος,δαμάζοντας,υποβάλλοντας,συντριπτικός,υποδουλωτικός,υπερνίκηση,συντριπτικός,κατευναστικός
εκφόρτωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,αναπήδησης,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση
subordinateness => υποταγή, subordinate word => δευτερεύον λεκτικό, subordinate conjunction => Υποτακτικός σύνδεσμος, subordinate clause => δευτερεύουσα πρόταση, subordinate => υφιστάμενος,