Greek Meaning of subordinating

υποτακτικός

Other Greek words related to υποτακτικός

Definitions and Meaning of subordinating in English

Wordnet

subordinating (a)

serving to connect a subordinate clause to a main clause

FAQs About the word subordinating

υποτακτικός

serving to connect a subordinate clause to a main clause

κατάκτηση,ηττώμενος,κυρίαρχος,δαμάζοντας,υποβάλλοντας,συντριπτικός,υποδουλωτικός,υπερνίκηση,συντριπτικός,κατευναστικός

εκφόρτωση,απελευθερωτικός,απόδοση δικαιώματος ψήφου,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,αναπήδησης,απελευθερωτικός,απόδεση,Απελευθέρωση

subordinateness => υποταγή, subordinate word => δευτερεύον λεκτικό, subordinate conjunction => Υποτακτικός σύνδεσμος, subordinate clause => δευτερεύουσα πρόταση, subordinate => υφιστάμενος,