Greek Meaning of subordinative

υποτακτικός

Other Greek words related to υποτακτικός

Definitions and Meaning of subordinative in English

Wordnet

subordinative (a)

serving to connect a subordinate clause to a main clause

FAQs About the word subordinative

υποτακτικός

serving to connect a subordinate clause to a main clause

λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,μικρότερος,κατώτερος,νέος,ανήλικος,δευτερεύων,μικρός,συνεργάτης

μεγαλύτερος,ψηλότερος,μεγάλος,περισσότερο,πρωτεύον,πρώτος αριθμός,ηλικιωμένος, -η, -ο,ανώτερος,ανώτερος,επιλογή

subordination => υπαγωγή, subordinating conjunction => Υποτακτικός σύνδεσμος, subordinating => υποτακτικός, subordinateness => υποταγή, subordinate word => δευτερεύον λεκτικό,