Greek Meaning of major
μεγάλος
Other Greek words related to μεγάλος
- σημαντικός
- σημαντικός
- αξιόλογος
- ουσιαστικός
- μεγάλος
- καλός
- καλό
- μεγάλος, καταπληκτικός
- όμορφος
- υγιής
- τεράστιος
- μαζικός
- σεβαστός
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- τεράστιος
- αστρονομικός
- αστρονομικός
- λίγο μεγάλο
- ογκώδης
- προφυλακτήρας
- κολοσσιαίος
- τεράστιος
- γιγάντιος
- βαρύς
- ηρακλειώδης
- τεράστιος
- τεράστιος
- γίγαντας
- αρκετά μεγάλος
- μαμούθ
- τερατώδης
- μνημειακός
- Υπερμεγέθους
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- θαυμαστός
- τακτοποιημένος
- Τιτανικός
- ογκώδης
- τεράστιος
- Ασημαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ανούσιος
- περιθωριακός
- αμελητέος
- ονομαστική
- ασήμαντος
- αδύναμος
- ελαφρύ
- μικρός
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- λεπτό
- μικρός
- πενιχρός
- ισχνός
- θλιβερός
- ευτελής
- ασήμαντος
- ασήμαντο
- μικρό
- μικρός
- μινιατούρα
- ασήμαντος
- τσέπη
- τσέπης
- Τσέπης
- πυγμαίος
- μικρός
- μικρότερο από το κανονικό
- μικροκαμωμένος/η
Nearest Words of major
- major affective disorder => μείζων συναισθηματική διαταραχή
- major axis => Μεγάλος άξονας
- major depressive episode => μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο
- major diatonic scale => Κλίμακα διατονική μείζονα
- major fast day => μεγάλη νηστεία
- major form class => κύρια μορφολογική κλάση
- major general => Υποστράτηγος
- major key => Κλίμακα μείζονα
- major league => Μεγάλη κατηγορία
- major leaguer => παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
Definitions and Meaning of major in English
major (n)
a commissioned military officer in the United States Army or Air Force or Marines; below lieutenant colonel and above captain
British statesman who was prime minister from 1990 until 1997 (born in 1943)
a university student who is studying a particular field as the principal subject
the principal field of study of a student at a university
major (v)
have as one's principal field of study
major (a)
of greater importance or stature or rank
greater in scope or effect
greater in number or size or amount
of the field of academic study in which one concentrates or specializes
(of a scale or mode) having half steps between the third and fourth degrees and the seventh and eighth degrees
of greater seriousness or danger
of full legal age
major (s)
of the elder of two boys with the same family name
major (a.)
Greater in number, quantity, or extent; as, the major part of the assembly; the major part of the revenue; the major part of the territory.
Of greater dignity; more important.
Of full legal age.
Greater by a semitone, either in interval or in difference of pitch from another tone.
An officer next in rank above a captain and next below a lieutenant colonel; the lowest field officer.
A person of full age.
That premise which contains the major term. It its the first proposition of a regular syllogism; as: No unholy person is qualified for happiness in heaven [the major]. Every man in his natural state is unholy [minor]. Therefore, no man in his natural state is qualified for happiness in heaven [conclusion or inference].
A mayor.
FAQs About the word major
μεγάλος
a commissioned military officer in the United States Army or Air Force or Marines; below lieutenant colonel and above captain, British statesman who was prime m
σημαντικός,σημαντικός,αξιόλογος,ουσιαστικός,μεγάλος,καλός,καλό,μεγάλος, καταπληκτικός,όμορφος,υγιής
Ασημαντος,ασήμαντος,ασήμαντος,ανούσιος,περιθωριακός,αμελητέος,ονομαστική,ασήμαντος,αδύναμος,ελαφρύ
majolica => μαγιόλικα, majidae => Μαιίδες, majesty => μεγαλειότης, majesties => μεγαλειότατες, majesticness => μεγαλειότητα,