Greek Meaning of majesticness
μεγαλειότητα
Other Greek words related to μεγαλειότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of majesticness
- majesties => μεγαλειότατες
- majesty => μεγαλειότης
- majidae => Μαιίδες
- majolica => μαγιόλικα
- major => μεγάλος
- major affective disorder => μείζων συναισθηματική διαταραχή
- major axis => Μεγάλος άξονας
- major depressive episode => μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο
- major diatonic scale => Κλίμακα διατονική μείζονα
- major fast day => μεγάλη νηστεία
Definitions and Meaning of majesticness in English
majesticness (n.)
The quality or state of being majestic.
FAQs About the word majesticness
μεγαλειότητα
The quality or state of being majestic.
No synonyms found.
No antonyms found.
majestically => επιβλητικά, majestical => μεγαλοπρεπής, majestic => επιβλητικός, majestatic => μεγαλοπρεπής, majestatal => μεγαλοπρεπής,