Greek Meaning of picayunish

ασήμαντος

Other Greek words related to ασήμαντος

Definitions and Meaning of picayunish in English

Webster

picayunish (a.)

Petty; paltry; mean; as, a picayunish business.

FAQs About the word picayunish

ασήμαντος

Petty; paltry; mean; as, a picayunish business.

αμελητέος,ονομαστική,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,αδύναμος,ασήμαντος,ασήμαντος,ασήμαντο,λεπτό

μεγάλος,ογκώδης,σημαντικός,καλός,καλό,όμορφος,υγιής,μεγάλος,υπερμεγέθης,σεβαστός

picayune => ασήμαντος, picasso => Πικάσο, picaroon => πειρατής, picarian => πικαρέσκος, picariae => Πτηνά ξυλοκόποι,