Greek Meaning of meager

πενιχρός

Other Greek words related to πενιχρός

Definitions and Meaning of meager in English

Wordnet

meager (a)

deficient in amount or quality or extent

Webster

meager (a.)

Alt. of Meagre

Webster

meager (v. t.)

Alt. of Meagre

FAQs About the word meager

πενιχρός

deficient in amount or quality or extentAlt. of Meagre, Alt. of Meagre

φτωχός,σπάνιος,αραιός,ασήμαντος,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,έλλειψη,φως,ο χαμηλότερος,ελάχιστος

άφθονος,επαρκής,άφθονος,άφθονος,άφθονος,αρκετά,γενναιόδωρος,φιλελεύθερος,άφθονο,πλούσιος

mead's milkweed => Σκίνο, meadowy => λιβαδένιος, meadowwort => Πριμούλα, meadowsweet => σπειραία η γλυκιά, meadowlark => κίτρινος σπουργίτης,