Greek Meaning of meadowgrass
αγρωστώδες
Other Greek words related to αγρωστώδες
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of meadowgrass
- meadow-beauty family => Οξαλιδίδες
- meadow vole => Αγριοποντικός
- meadow spittlebug => Αφρίδα του λιβαδιού
- meadow spikemoss => Σκουμπίτια
- meadow saxifrage => Σαξιφράγκα του λιβαδιού
- meadow salsify => σκορτσονέρα
- meadow saffron => κολχικό
- meadow rue => Θάλικτρο
- meadow pipit => Κοινός ανθοσκούτης
- meadow pea => Μοσχομπίζελο
Definitions and Meaning of meadowgrass in English
meadowgrass (n)
any of various grasses that thrive in the presence of abundant moisture
FAQs About the word meadowgrass
αγρωστώδες
any of various grasses that thrive in the presence of abundant moisture
No synonyms found.
No antonyms found.
meadow-beauty family => Οξαλιδίδες, meadow vole => Αγριοποντικός, meadow spittlebug => Αφρίδα του λιβαδιού, meadow spikemoss => Σκουμπίτια, meadow saxifrage => Σαξιφράγκα του λιβαδιού,