Greek Meaning of abundant
άφθονος
Other Greek words related to άφθονος
- άφθονος
- γενναιόδωρος
- άφθονο
- πολύ
- επαρκής
- άφθονα
- άφθονος
- άνετος
- αρκετά
- φιλελεύθερος
- άφθονος
- ικανός
- όλα τα είδη
- άφθονος
- ανθισμένος
- άφθονος
- επιπλέον
- γόνιμος
- γόνιμος
- καρποφόρος
- αφθονία
- σπάταλος
- πολυτελής
- υπερχειλίζων
- παχουλός
- σπάταλος
- άφθονος
- Πολύκαρπος
- πλήρης
- πλούσιος
- διαδεδομένος
- υπαριθμητικός
- πλεόνασμα
- σφύζων
- πλούσιος
- άφθονα
- κέρας της Αμάλθειας
- πάρα πολλά
Nearest Words of abundant
- abundance => αφθονία
- abuna => πατέρας
- abul-walid mohammed ibn-ahmad ibn-mohammed ibn-roshd => Αμπού αλ-Ουαλίντ Μουχάμεντ ιμπν Αχμάντ ιμπν Μουχάμεντ ιμπν Ρουσντ
- abulic => αβουλικός
- abulia => αβουλία
- abukir bay => Κόλπος του Αμπουκίρ
- abukir => Αμπούκιρ
- abuja => Αμπούτζα
- abudefduf saxatilis => Αβουδέφδυφ ο σαξατιλις
- abudefduf => Γοφάρι
Definitions and Meaning of abundant in English
abundant (a)
present in great quantity
abundant (a.)
Fully sufficient; plentiful; in copious supply; -- followed by in, rarely by with.
FAQs About the word abundant
άφθονος
present in great quantityFully sufficient; plentiful; in copious supply; -- followed by in, rarely by with.
άφθονος,γενναιόδωρος,άφθονο,πολύ,επαρκής,άφθονα,άφθονος,άνετος,αρκετά,φιλελεύθερος
Γυμνός,ανεπαρκής,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,έλλειψη,πενιχρός,ελάχιστος,αραιός,εφεδρικό,λιγότερο
abundance => αφθονία, abuna => πατέρας, abul-walid mohammed ibn-ahmad ibn-mohammed ibn-roshd => Αμπού αλ-Ουαλίντ Μουχάμεντ ιμπν Αχμάντ ιμπν Μουχάμεντ ιμπν Ρουσντ, abulic => αβουλικός, abulia => αβουλία,