Greek Meaning of prodigal

σπάταλος

Other Greek words related to σπάταλος

Definitions and Meaning of prodigal in English

Wordnet

prodigal (n)

a recklessly extravagant consumer

Wordnet

prodigal (s)

recklessly wasteful

FAQs About the word prodigal

σπάταλος

a recklessly extravagant consumer, recklessly wasteful

Μαρμέλος,άφθονος,απρόσεκτος,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,σπάταλος,φιλελεύθερος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,άσωτος

προσεκτικός,φτηνός,κοντά,οικονομικός,λιτός,μέση τιμή,τσιγκούνης,φειδωλός,άπορος,εφεδρικό

prodding => σπρώξιμο, prod => σπρώχνω, procyonidae => Προκυονίδες, procyonid => Προκυονίδες, procyon lotor => Μυοκάστορας,