Greek Meaning of spendthrift
Σπάταλος
Other Greek words related to Σπάταλος
- Μαρμέλος
- απρόσεκτος
- εξωφρενικός
- γενναιόδωρος
- σπάταλος
- φιλελεύθερος
- φιλανθρωπικός
- φιλανθρωπικός
- σπάταλος
- άσωτος
- απερίσκεπτος
- σπάταλος
- σπάταλος
- υψηλών απαιτήσεων
- μεγαλόψυχος
- άφθονος
- φιλανθρωπικός
- απρόσεκτος
- ανοικονομίδης
- απερίσκεπτος
- απερίσκεπτος
- επιεικής
- αφρόντιστη
- γενναιόδωρος
- Μυωπικός
- γενναιόδωρος
- ειλικρινής
- μυωπικός
- σπατάλη
- ανιδιοτελής
- ακούραστος
- οικονομικός
- λιτός
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- άπορος
- τσιγκούνης
- φειδωλός
- διατήρησης
- προσεκτικός
- φτηνός
- κοντά
- εξοικονόμηση
- συνετός
- μέση τιμή
- φειδωλός
- φθηνός
- πρέσσα
- συνετός
- λιτότητα
- ε разумный
- οικονομία
- εφεδρικό
- οικονομικός
- σφιχτός
- σοφός
- τσιγκούνης
- υπερμετρωπικός, μυωπικός
- Μπροστά
- διορατικός
- προνοητικός
- φειδωλός
Nearest Words of spendthrift
- spendthrift trust => Trust σπατάλης
- spengler => Σπένγκλερ
- spenser => Σπένσερ
- spenserian sonnet => Σονέτο του Σπένσερ
- spenserian stanza => Σπενσεριανή στροφή
- spent => δαπανηθεί
- spergula => Σπέργουλα
- spergula arvensis => Σπέργουλα των αγρών
- spergularia => Σπεργουλαρία
- spergularia rubra => Σπυριδούλα, Κόκκινη
Definitions and Meaning of spendthrift in English
spendthrift (n)
someone who spends money prodigally
spendthrift (s)
recklessly wasteful
FAQs About the word spendthrift
Σπάταλος
someone who spends money prodigally, recklessly wasteful
Μαρμέλος,απρόσεκτος,εξωφρενικός,γενναιόδωρος,σπάταλος,φιλελεύθερος,φιλανθρωπικός,φιλανθρωπικός,σπάταλος,άσωτος
οικονομικός,λιτός,τσιγκούνης,φειδωλός,άπορος,τσιγκούνης,φειδωλός,διατήρησης,προσεκτικός,φτηνός
spending spree => Ξόδεμα, spending money => Χαρτζιλίκι, spending cut => περικοπή δαπανών, spending => δαπάνες, spender => δαπανηρός,