Greek Meaning of spendable
Δαπανήσιμο
Other Greek words related to Δαπανήσιμο
Nearest Words of spendable
Definitions and Meaning of spendable in English
spendable (s)
(used of funds) remaining after taxes
FAQs About the word spendable
Δαπανήσιμο
(used of funds) remaining after taxes
δίνω,Πληρώνω,εκταμιεύω,δαπανάω,απλώνω,δαπάνη,Απορρίματα,χτύπημα,διαλύω,σταγόνα
αποθήκευση,Αποκτώ,κερδίζω,κέρδος,θησαυρός,αποθηκεύω,φτιάχνω,προμηθεύω,συνειδητοποιώ,ασφαλής
spend a penny => Ξοδεύω ένα λεπτό, spend => ξοδεύω, spencer tracy => Σπένσερ Τρέισι, spencer => Σπένσερ, spelunker => σπηλαιολόγος,