Greek Meaning of spelunker
σπηλαιολόγος
Other Greek words related to σπηλαιολόγος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spelunker
- spelunk => Σπηλαιολογία
- spelter => ψευδάργυρος
- spelt => spelled
- spelling contest => διαγωνισμός ορθογραφίας
- spelling checker => ορθογραφικός έλεγχος
- spelling bee => διαγωνισμός ορθογραφίας
- spelling => ορθογραφία
- speller => ορθογραφικός έλεγχος
- spelldown => διαγωνισμός ορθογραφίας
- spell-checker => πρόγραμμα ελέγχου ορθογραφίας
Definitions and Meaning of spelunker in English
spelunker (n)
a person who explores caves
FAQs About the word spelunker
σπηλαιολόγος
a person who explores caves
No synonyms found.
No antonyms found.
spelunk => Σπηλαιολογία, spelter => ψευδάργυρος, spelt => spelled, spelling contest => διαγωνισμός ορθογραφίας, spelling checker => ορθογραφικός έλεγχος,