FAQs About the word speller

ορθογραφικός έλεγχος

someone who spells words, an introductory textbook to teach spelling

γραμματική,αναγνώστης,λεξικό,Λεξικό,εγχειρίδιο,σχολικό βιβλίο,κείμενο,Σχολικό βιβλίο,Πραγματεία,λεξιλόγιο

No antonyms found.

spelldown => διαγωνισμός ορθογραφίας, spell-checker => πρόγραμμα ελέγχου ορθογραφίας, spell-bound => μαγεμένος, spellbound => μαγεμένος, spellbinding => μαγευτικός,