Greek Meaning of spelling

ορθογραφία

Other Greek words related to ορθογραφία

Definitions and Meaning of spelling in English

Wordnet

spelling (n)

forming words with letters according to the principles underlying accepted usage

FAQs About the word spelling

ορθογραφία

forming words with letters according to the principles underlying accepted usage

γοητευτικός,βρισιά,μαγευτικός,με κατοχή,εντυπωσιακός,ελκυστικός,γοητευτικός,μαγευτικός,μαγευτικός,μαγεύοντας

ευλογία

speller => ορθογραφικός έλεγχος, spelldown => διαγωνισμός ορθογραφίας, spell-checker => πρόγραμμα ελέγχου ορθογραφίας, spell-bound => μαγεμένος, spellbound => μαγεμένος,