FAQs About the word hexing

μαγεύοντας

to put a hex on, to affect as if by an evil spell, to practice witchcraft, hexagonal, spell, jinx, hexadecimal, a person who practices witchcraft

γοητευτικός,γοητευτικός,βρισιά,με κατοχή,ορθογραφία,ελκυστικός,μαγευτικός,μαγευτικός,μαγευτικός,θέα

ευλογία

hexes => κατάρες, hexerei => μαγεία, hew (to) => λαξεύω (σε), heterodoxies => ετεροδοξίες, hesitations => Δισταγμοί,