Greek Meaning of ensorceling
μαγευτικός
Other Greek words related to μαγευτικός
Nearest Words of ensorceling
Definitions and Meaning of ensorceling in English
ensorceling
bewitch, enchant
FAQs About the word ensorceling
μαγευτικός
bewitch, enchant
γοητευτικός,βρισιά,μαγευτικός,με κατοχή,ορθογραφία,εντυπωσιακός,ελκυστικός,γοητευτικός,μαγεύοντας,θέα
ευλογία
ensorceled => μαγεμένος, ensorcel => μαγεύω, ensnarling => μπερδεμένος, ensnarled => μπλεγμένος, ensnaring => Ελκυστικό,