FAQs About the word ensorceling

μαγευτικός

bewitch, enchant

γοητευτικός,βρισιά,μαγευτικός,με κατοχή,ορθογραφία,εντυπωσιακός,ελκυστικός,γοητευτικός,μαγεύοντας,θέα

ευλογία

ensorceled => μαγεμένος, ensorcel => μαγεύω, ensnarling => μπερδεμένος, ensnarled => μπλεγμένος, ensnaring => Ελκυστικό,