FAQs About the word ensured

εξασφαλισμένη

to make sure, certain, or safe

σίγουρος,εγγυημένος,ασφαλισμένος,ασφαλισμένος,βεβαιωμένος,πιστοποιημένο,σφιχτός,εγγυημένο,παγωμένος,δεσμεύτηκε

υπονομεύει,εξασθενημένος,εξασθενημένος

ensphering => περιβάλλοντας, ensphered => σφαιροποιημένος, ensouling => ψυχή, ensouled => ενσωματωμένος, ensorcellments => μαγικά ξόρκια,