Greek Meaning of ensouling
ψυχή
Other Greek words related to ψυχή
Nearest Words of ensouling
Definitions and Meaning of ensouling in English
ensouling
to endow or imbue with a soul
FAQs About the word ensouling
ψυχή
to endow or imbue with a soul
εποικοδομητικός,εκπαίδευση,ανυψωτικός,ένδοξος,εμπλουτίζων,Βελτιούμενος,ανύψωση,μεταμόρφωση,ανυψωτικός,διαφωτιστικός
συγκεχυμένος,μπερδεμένος,συγκεχυμένο,θόλωμα,σκοτείνιασμα,σκοτεινός,θολώνοντας
ensouled => ενσωματωμένος, ensorcellments => μαγικά ξόρκια, ensorcellment => γοητεία, ensorcelling => μαγευτικός, ensorcell => μαγεύω,