Greek Meaning of exalting
υψώνω
Other Greek words related to υψώνω
Nearest Words of exalting
Definitions and Meaning of exalting in English
exalting (s)
tending to exalt
exalting (p. pr. & vb. n.)
of Exalt
FAQs About the word exalting
υψώνω
tending to exaltof Exalt
αγιοποίηση,αφιερωματικός,εγκιβωτίζοντας,δοξασμός,επιτάφιος,Μαρτυρία,τιμητικό,Μνημειακό,επιτάφιος,επίτιμος
εξευτελιστικός,ταπεινωτικός,ταπεινωτικό,Ελαχιστοποίηση,ταπεινωτικός,Μειωτικός,καταγγέλλοντας,εξευτελιστικός,απόσβεση,αποσπαστικός
exalter => υψωτής, exalted => υψηλός, exaltation => εξύψωση, exaltate => εξυψώνω, exalt => υψώνω,