FAQs About the word examinable

εξεταστέος

Capable of being examined or inquired into.

ανακρίνω,ερώτηση,κατηχώ,Αντλία,κουίζ,ενοχλώ,καμβάς,καμβάς,Αντεξέταση,Αντεξέταση

νοσταλγώ,σκίμαζω,ματιά (σε ή πάνω από)

examen => εξέταση, exam paper => δοκιμαστικό, exam => εξέταση, exaltment => εξύψωση, exalting => υψώνω,