Greek Meaning of edifying
εποικοδομητικός
Other Greek words related to εποικοδομητικός
- επικοινωνιακή
- ολοκληρωμένο
- άφθονος
- λεπτομερής
- εκπαιδευτικό
- Εκπαιδευτικός
- επεξηγηματικός
- διαφωτιστικός
- επεξηγηματικός
- φωτιστικός
- ενημερωτικός
- ενδεικτικός
- επωφελής
- κουβεντιάζω
- εποικοδομητικός
- γεμάτος
- κουτσομπόλης
- χρήσιμος
- ενημερωτικός
- ενημερωτικός
- εκπαιδευτικός
- νέος
- Πρακτικός
- Κερδοφόρος
- χρήσιμος
- αξίζει τον κόπο
- χρησιμοποιώντας
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- χρηστικό
Nearest Words of edifying
Definitions and Meaning of edifying in English
edifying (a)
enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvement
edifying (p. pr. & vb. n.)
of Edify
edifying (a.)
Instructing; improving; as, an edifying conversation.
FAQs About the word edifying
εποικοδομητικός
enlightening or uplifting so as to encourage intellectual or moral improvementof Edify, Instructing; improving; as, an edifying conversation.
επικοινωνιακή,ολοκληρωμένο,άφθονος,λεπτομερής,εκπαιδευτικό,Εκπαιδευτικός,επεξηγηματικός,διαφωτιστικός,επεξηγηματικός,φωτιστικός
Ανέφικτο,μη διαφωτιστικό,μη αποκαλυπτικός,Ανημέρωτο,διδακτικός,άχρηστος,άχρηστος,Άχρηστο
edify => οικοδομώ, edifier => εκπαιδευτής, edified => εποικοδομημένος, edificial => οικοδομικός, edifice => κτήριο,