Greek Meaning of useable

χρηστικό

Other Greek words related to χρηστικό

Definitions and Meaning of useable in English

Wordnet

useable (s)

fit or ready for use or service

capable of being put to use

convenient for use or disposal

FAQs About the word useable

χρηστικό

fit or ready for use or service, capable of being put to use, convenient for use or disposal

Διαθέσιμο,Λειτουργικός,χρήσιμος,εργοδοτήσιμος,εκμεταλλεύσιμος,λειτουργικός,πρακτικός,επίκαιρος,επισκευάσιμος,εφαρμόσιμο

Ανεφάρμοστο,ανεγχείρητος,μη διαθέσιμο,Άχρηστο,μη λειτουργικός,Άνεργος

use up => εξαντλώ, use of goods and services => χρήση αγαθών και υπηρεσιών, use immunity => ασυλία χρήσης, use => χρήση, usda => Υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA),