Greek Meaning of uselessly

άχρηστα

Other Greek words related to άχρηστα

Definitions and Meaning of uselessly in English

Wordnet

uselessly (r)

in a useless manner

FAQs About the word uselessly

άχρηστα

in a useless manner

Ανέφικτο,ακατάλληλος,Άχρηστο,Ανεφάρμοστο,ανεγχείρητος,μη διαθέσιμο,Άχρηστο,ανέφικτος,συλληφθείς,νεκρός

εφαρμόσιμο,Διαθέσιμο,Εφικτό,Λειτουργικός,επιχειρησιακό,πρακτικός,Πρακτικός,επισκευάσιμος,χρηστικό,χρηστικό

useless => άχρηστος, usefulness => χρησιμότητα, usefully => χρήσιμα, useful => χρήσιμος, used-car lot => Γραφείο μεταχειρισμένων αυτοκινήτων,